μονοτμηματικός

μονοτμηματικός
-ή, -ό
φρ. «μονοτμηματική κοινωνία»
(κοινων.-ανθρωπολ.) στοιχειώδης κοινωνία που δεν αποτελείται από επιμέρους κοινωνικά τμήματα ή σύνολα, αλλά αναλύεται αμέσως σε άτομα, αλλ. απλή κοινωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”